arpeĝo
(Ανακατεύθυνση από arpegxo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arpeĝo | arpeĝoj |
αιτιατική | arpeĝon | arpeĝojn |
arpeĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arpeĝo | arpeĝoj |
αιτιατική | arpeĝon | arpeĝojn |
arpeĝo (eo)