assolement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
assolement | assolements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
assolement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
assolement | assolements |
assolement (fr) αρσενικό