atterrant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atterrant | atterrants |
θηλυκό | atterrante | atterrantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
atterrant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | atterrant | atterrants |
θηλυκό | atterrante | atterrantes |
atterrant (fr)