συνταρακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνταρακτικός < συνταράσσω + -τικός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.da.ɾa.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντα‐ρα‐κτι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
συνταρακτικός, -ή, -ό
- αυτός που ταράζει και σοκάρει, ο συγκλονιστικός, ο σοκαριστικός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνταρακτικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συνταρακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας