autocollant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.tɔ.kɔ.lɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autocollant | autocollants |
autocollant (fr) αρσενικό
- το αυτοκόλλητο