babe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

babe (en)

  1. το μωρό
  2. μωρό, όμορφη γυναίκα
  3. (ως προσφώνηση) μωρό μου



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

babe (bs)

  • πληθυντικός του baba