banalisé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- banalisé < banaliser
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ba.na.li.ze/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | banalisé | banalisés |
θηλυκό | banalisée | banalisées |
banalisé (fr)
- απαλλαγμένος από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, καμουφλαρισμένος