ban
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ban (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ban (en)
Αγγλοσαξονικά (ang)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ban (ang)
- το κόκαλο
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ban (ro) αρσενικό