bartender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bartender | bartenders |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bartender (en) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο μπάρμαν, η μπαργούμαν