bar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bar < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰAr-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bar bars

bar (en)

  1. μπαρ
  2. μεταλλικός ράβδος
  3. πλάκα προϊόντος (πχ. σαπουνιού ή σοκολάτας)
  4. η μπάρα, η οριζόντια δοκός που πρέπει να περάσει από πάνω της χωρίς να τη ρίξει ο αθλητής του άλματος εις ύψος ή του επι κοντώ
  5. (νομικός όρος) το δικηγορικό σώμα ή το δικηγορικό επάγγελμα ή οι εξετάσεις για να γίνει κανείς δικηγόρος
  6. (μουσική) η διαστολή, η κάθετη γραμμή που σημειώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας bar
γ΄ ενικό ενεστώτα bars
αόριστος barred
παθητική μετοχή barred
ενεργητική μετοχή barring

bar (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποκλείω

Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bar (sq)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bar bars

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bar (fr) αρσενικό

  1. (ψάρι) το λαβράκι
  2. το μπαρ



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bar (it)



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bar < (άμεσο δάνειο) αγγλική bar

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bar (tr)