bassinant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bassinant | bassinants |
θηλυκό | bassinante | bassinantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
bassinant (fr)
- (οικείο) (παρωχημένο) βαρετός, ανιαρός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη bassin