beer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]beer < μέση αγγλική bere < αγγλοσαξονική beor < πρωτογερμανική *beuzą
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
beer | beers |
beer (en)
- η μπίρα
- ↪ She downed a glass of beer in one gulp.
- Κατέβασε μονορούφι ένα ποτήρι μπίρα.
- ↪ She downed a glass of beer in one gulp.
Πηγές
[επεξεργασία]
Αφρικάανς (af)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]beer (af)
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]beer (nl)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γλώσσα αφρικάανς
- Ουσιαστικά (αφρικάανς)
- Θηλαστικά (αφρικάανς)
- Ζώα (αφρικάανς)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ολλανδικά)
- Θηλαστικά (ολλανδικά)
- Ζώα (ολλανδικά)