bercail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bercail bercails

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bercail (fr) αρσενικό

  1. το εκκλησίασμα
  2. (σκωπτικό) η οικογένεια / το πατρικό σπίτι / η πατρίδα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Ο πληθυντικός σπανίζει.