bercail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bercail | bercails |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bercail (fr) αρσενικό
- το εκκλησίασμα
- (σκωπτικό) η οικογένεια / το πατρικό σπίτι / η πατρίδα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Ο πληθυντικός σπανίζει.