εκκλησίασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκλησίασμα < εκκλησιάζομαι + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκκλησίασμα ουδέτερο
- (θρησκεία) οι πιστοί που παρακολουθούν τη Θεία Λειτουργία ή άλλη εκκλησιαστική ακολουθία ή (συ)μετέχουν σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκκλησιάζομαι, εκκλησία και καλώ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκλησίασμα