bić

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

bić (pl)

  1. χτυπώ, χτυπάω, κτυπώ
    nie bij dziecka swego - μη χτυπάς το παιδί σου
    komu bije dzwon - για ποιον χτυπά η καμπάνα
    jak on głośno bije (zegar) - πόσο δυνατά χτυπάει (το ρολόι)
    serce mi bije ze strachu - χτυπάει η καρδιά μου από το φόβο
  2. (για νομίσματα, μετάλλια κλπ.) κόβω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]