bichoca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bichoca | bichocas |
bichoca (pt) θηλυκό
- το σκουλήκι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bichoca | bichocas |
bichoca (pt) θηλυκό