bitumage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bitumage < bitumer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bitumage | bitumages |
bitumage (fr) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη bitume