bode
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bode | bodes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bode (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bode |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bodes |
αόριστος | boded |
παθητική μετοχή | boded |
ενεργητική μετοχή | boding |
bode (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bode (en)