branĉo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | branĉo | branĉoj |
αιτιατική | branĉon | branĉojn |
branĉo (eo)
- ο κλάδος
- la branĉoj de geografio, οι κλάδοι της γεωγραφίας