braquet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- braquet < (άμεσο δάνειο) αγγλική bracket
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
braquet | braquets |
braquet (fr) αρσενικό