brouhaha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brouhaha (en)
- ανακατωσούρα, μπλέξιμο
- επεισόδιο με αναταραχή, σύγχυση, καβγάς, ιδίως για κάτι το ασήμαντο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brouhaha (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) θόρυβος ενός πλήθους που επιδοκιμάζει, χειροκροτήματα
- θόρυβος ενός πλήθους, η βοή, η χάβρα