buckle down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | buckle down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buckles down |
αόριστος | buckled down |
παθητική μετοχή | buckled down |
ενεργητική μετοχή | buckling down |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
buckle down (en)
- (αμετάβατο, ιδιωματισμός) → δείτε τον όρο get down