buckle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
buckle buckles

buckle (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας buckle
γ΄ ενικό ενεστώτα buckles
αόριστος buckled
παθητική μετοχή buckled
ενεργητική μετοχή buckling

buckle (en)

  • δένω
    How is this belt buckled?
    Πώς δένεται αυτή η ζώνη;
    He buckled (himself) into his seat.
    Δέθηκε στο κάθισμά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fasten

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 211. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δένω