builder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
builder | builders |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
builder (en)
- (επάγγελμα, οικοδομική) ο οικοδόμος, ο χτίστης
ενικός | πληθυντικός |
builder | builders |
builder (en)