cementer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cementer | cementers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cementer (en)
- (επάγγελμα, οικοδομική) ο μπετατζής
ενικός | πληθυντικός |
cementer | cementers |
cementer (en)