bulk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bulk | bulks |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bulk (en)
- χύμα, ασυσκεύαστος
- (μη μετρήσιμο) μεγάλος όγκος
- ↪ It’s advantageous to buy in bulk.
- Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.
- ↪ It’s advantageous to buy in bulk.