campaniforme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
campaniforme | campaniformes |
Επίθετο[επεξεργασία]
campaniforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- καμπανοειδής, που έχει μορφή καμπάνας
- céramique campaniforme - καμπανοειδής κεραμική