carême-prenant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carême-prenant → δείτε τις λέξεις carême και prenant

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
carême-prenant carême-prenants

carême-prenant (fr) αρσενικό

  1. γιορτή του mardi gras, καρναβάλι, Αποκριά
  2. μασκαρεμένος άνθρωπος, για το καρναβάλι