carême-prenant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
carême-prenant | carême-prenants |
carême-prenant (fr) αρσενικό
- γιορτή του mardi gras, καρναβάλι, Αποκριά
- μασκαρεμένος άνθρωπος, για το καρναβάλι