car crash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
car crash | car crashes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
car crash (en)
- (ανεπίσημο, μεταφορικά, κυρίως βρετανικό) το χάλι
Πηγές[επεξεργασία]
- car crash - Cambridge Dictionary online