cendrillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cendrillon | cendrillons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cendrillon (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) νεαρή κοπέλα που αναγκάζεται να ασχολείται με τις πιο βαριές δουλειές ενός σπιτικού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη cendre