chagrin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chagrin (en)
- απογοήτευση, θλίψη, στενοχώρια (πιθανόν λόγω μιας προσωπικής αποτυχίας)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chagrin | chagrins |
chagrin (fr)
- η θλίψη, ο καημός, το ντέρτι, η στεναχώρια, η στενοχώρια, το μαράζι