charity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
charity | charities |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
charity (en)
- το φιλανθρωπικό ίδρυμα
- ↪ He left all his money to charities.
- Άφησε όλα του τα χρήματα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
- ↪ He left all his money to charities.
- (μη μετρήσιμο) η φιλανθρωπία, μια ομάδα οργανώσεων για τη βοήθεια ατόμων που έχουν ανάγκη· τα χρήματα, τα τρόφιμα, τη βοήθεια κτλ. που δίνουν
- ↪ He has done a lot of charity in his life.
- Έχει κάνει πολλές φιλανθρωπίες στη ζωή του.
- ↪ Social welfare must be undertaken by the state and not left to charity.
- Η κοινωνική μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη φιλανθρωπία.
- ↪ He has done a lot of charity in his life.