charity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
charity charities

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

charity (en)

  1. το φιλανθρωπικό ίδρυμα
    He left all his money to charities.
    Άφησε όλα του τα χρήματα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
  2. (μη μετρήσιμο) η φιλανθρωπία, μια ομάδα οργανώσεων για τη βοήθεια ατόμων που έχουν ανάγκη· τα χρήματα, τα τρόφιμα, τη βοήθεια κτλ. που δίνουν
    He has done a lot of charity in his life.
    Έχει κάνει πολλές φιλανθρωπίες στη ζωή του.
    Social welfare must be undertaken by the state and not left to charity.
    Η κοινωνική μέριμνα πρέπει να αναλαμβάνεται από την πολιτεία κι όχι να αφήνεται στη φιλανθρωπία.

Πηγές[επεξεργασία]