chevel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | cheveus | chevel |
cas régime | chevel | cheveus |
chevel αρσενικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | cheveus | chevel |
cas régime | chevel | cheveus |
chevel αρσενικό