chore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chore | chores |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chore (en)
- η δουλειά που κάνω τακτικά
- ↪ I am doing the (household) chores.
- Κάνω τις δουλειές του σπιτιού.
- ↪ I am doing the (household) chores.
- η αγγαρεία