closet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
closet closets

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

closet (en)

Πηγές[επεξεργασία]