closet
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
closet
closets
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
closet
(en)
η
ντουλάπα
↪
a sliding-door walk-in
closet
- συρόμενη
ντουλάπα
εντοιχιζόμενη
≈
συνώνυμα
:
wardrobe
Πηγές
[
επεξεργασία
]
closet
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Brezhoneg
Català
Čeština
Dansk
English
Esperanto
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
Galego
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
ລາວ
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
پښتو
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
中文