commotion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
commotion | commotions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
commotion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ανακατωσούρα, ξαφνική θορυβώδης και μπερδεμένη δραστηριότητα ή συγκίνηση
Πηγές[επεξεργασία]
- commotion - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 48. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακατωσούρα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
commotion (fr) θηλυκό
- η διάσειση