comply

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας comply
γ΄ ενικό ενεστώτα complies
αόριστος complied
παθητική μετοχή complied
ενεργητική μετοχή complying

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

comply (en)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]