compliance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compliance | compliances |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
compliance < comply compli- + -ance
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compliance (en)
- η συμμόρφωση, η συμφωνία, η συμβατότητα
- η συμφωνία (π.χ. με κάποιον κανονισμό)
- η προσαρμοστικότητα
- η ενδοτικότητα, η υποχωρητικότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- complicity (συνέργεια, συνενοχή)