concessionnaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
concessionnaire | concessionnaires |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concessionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ανάδοχος
- αυτός στον οποίο έγινε εκχώρηση ενός εδάφους, ώστε να μπορεί να το εκμεταλλεύεται
- εμπορικός αντιπρόσωπος