condigne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
condigne | condignes |
Επίθετο[επεξεργασία]
condigne (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει το ίδιο αξίωμα
ενικός | πληθυντικός |
condigne | condignes |
condigne (fr) αρσενικό ή θηλυκό