contracté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contracté | contractés |
θηλυκό | contractée | contractées |
Επίθετο[επεξεργασία]
contracté (fr)
- συρρικνωμένος
- συντετμημένος
- articles contractés: au, du
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη contracter