cotton ball

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cotton ball cotton balls

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cotton ball < → δείτε τις λέξεις cotton και ball

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

cotton ball (en)

  • (αμερικανικά αγγλικά) η μικρή μπάλα από βαμβάκι, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ή για οικιακή χρήση
    I cleaned the wound with a little cotton ball and water.
    Kαθάρισα την πληγή με λίγο βαμβάκι και νερό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη cotton

Πηγές[επεξεργασία]