βαμβάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαμβάκι | τα | βαμβάκια |
γενική | του | βαμβακιού | των | βαμβακιών |
αιτιατική | το | βαμβάκι | τα | βαμβάκια |
κλητική | βαμβάκι | βαμβάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαμβάκι < βαμπάκι, μπαμπάκι, με λόγια επίδραση από μεσαιωνική ελληνική βαμβάκιον < αρχαία ελληνική βάμβαξ από Ασιατική λέξη, πιθανόν είτε την παλαιά αρμενική բամբոկ (bambok) είτε την παλαιο-ινδοϊρανική λέξη pambak, την πηγή της σύγχρονης περσικής پانبا, και πιθανόν από Πρωτο-Ινδοευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει στρίβω ή γυρίζω.[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaɱˈva.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βά‐κι
- ομόηχο: Βαμβάκη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαμβάκι ουδέτερο
- το φυτό βαμβακιά
- η ίνα που προέρχεται από το φυτό και χρησιμοποιείται στην κλωστοϋφαντουργία
- φαρμακευτικό υλικό για την επάλειψη του δέρματος με απολυμαντικά υγρά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαμβακάκι
- βαμβακάς, βαμπακάς
- Βαμβακάς (επώνυμο)
- βαμβακερός
- βαμβακιά
- Βαμβακιά (τοπωνύμιο)
- βαμβακίαση
- βαμβακένιος
- βαμβακόνημα
- Βαμβακού (τοπωνύμιο)
- βαμβακούλα
- Βαμβακούλας (επώνυμο)
- βαμβακουργία
- βάμβαξ
- βαμβακώνας
Σύνθετα
[επεξεργασία]επίσης:
- βαμβακ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαμβακ- στο Βικιλεξικό
- βαμβακo- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαμβακο- στο Βικιλεξικό
- βαμβακό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαμβακό- στο Βικιλεξικό
- βαμπακό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαμπακό- στο Βικιλεξικό
- μπαμπακο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μπαμπακο- στο Βικιλεξικό
- μπαμπακό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μπαμπακό- στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Βαμβάκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαμβάκι
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ The Oxford English Dictionary, 2nd ed., Clarendon Press,1989.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)