craftsman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
craftsman | craftsmen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
craftsman (en) (θηλυκό craftswoman)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- craftsman στην αγγλική Βικιπαίδεια