crinkle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crinkle | crinkles |
crinkle (en)
- το τσαλάκωμα, μια πολύ λεπτή πτυχή ή γραμμή που γίνεται σε χαρτί, ύφασμα ή δέρμα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | crinkle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | crinkles |
αόριστος | crinkled |
παθητική μετοχή | crinkled |
ενεργητική μετοχή | crinkling |
crinkle (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- τσαλακώνω, καλύπτομαι ή σχηματίζω πολλές λεπτές πτυχές ή γραμμές, ειδικά σε δέρμα, ύφασμα ή χαρτί