criterion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
criterion criteria
ανώμαλα ουσιαστικά (αγγλικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

criterion (en)

  • το κριτήριο
    subjective/objective criteria - υποκειμενικά/αντικειμενικά κριτήρια
    The selection was made on partisan criteria.
    Η επιλογή έγινε με κομματικά κριτήρια.
    The evaluation cannot be made based on personal criteria.
    Η αξιολόγηση δεν μπορεί να γίνεται με προσωπικά κριτήρια.

Πηγές[επεξεργασία]