débarras

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
débarras débarrass

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

débarras (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) το ξεφόρτωμα, η απαλλαγή
  2. η αποθήκη (για άχρηστα συνήθως αντικείμενα ή που πιάνουν χώρο)