déboulonnage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.bu.lɔ.naːʒ/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

déboulonnage < déboulonner

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
déboulonnage déboulonnages

déboulonnage (fr) αρσενικό

  1. το ξεβίδωμα ενός μπουλονιού
  2. (μεταφορικά) το ξεπέταγμα άχρηστου αντικειμένου ή προσώπου