débriefing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
débriefing débriefings

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

débriefing (fr) αρσενικό

  1. γρήγορος απολογισμός
  2. σύσκεψη για να γίνει απολογισμός