débucher

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

débucher < desbuschier < dé- + bûche (→ δείτε τη λέξη  débusquer)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /de.by.ʃe/

Ρήμα[επεξεργασία]

débucher (fr) (αμετάβατο)

  1. (κυνήγι) βγαίνω από το καταφύγιο, από το δάσος, από το αλσύλλιο

(μεταβατικό)

  1. κάνω (ένα θήραμα) να βγει από το δάσος
  2. (μεταφορικά) εκδιώκω

Αντώνυμα[επεξεργασία]